- φερεμμελίης
- φερεμ-μελίης, ὁ, der Speerträger
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φερεμμελίης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με δόρυ, δορυφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + μμελίης (< μελία «δόρυ»), πρβλ. εὐ μμελίης. Για το διπλό μ τών τ. αυτών βλ. λ. μελία] … Dictionary of Greek
φερεμμελίην — φερεμμελίης spear bearing masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεμμελίας — φερεμμελίᾱς , φερεμμελίης spear bearing masc acc pl φερεμμελίᾱς , φερεμμελίης spear bearing masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek